- καλλίφυλλος
- καλλίφυλλος, -ον (Α)1. αυτός που έχει ωραία φύλλα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλίφυλλοντο φυτό αδίαντον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλίφυλλοι — καλλίφυλλος with beautiful petals masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίφυλλον — neut nom/voc/acc sg καλλίφυλλος with beautiful petals masc/fem acc sg καλλίφυλλος with beautiful petals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
καλλιφύλλοις — καλλίφυλλον neut dat pl καλλίφυλλος with beautiful petals masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιφύλλου — καλλίφυλλον neut gen sg καλλίφυλλος with beautiful petals masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)